κλισιόμετρο

κλισιόμετρο
το
1. τεχνολ. φορητό όργανο με το οποίο μετρούνται κατακόρυφες γωνίες
2. φρ. ναυτ. «κλισιόμετρο πλοίου» — όργανο με το οποίο μετρείται η προς κάποια πλευρά κλίση τού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinometer < clino- (πρβλ. κλίνη), τ. που αποδίδεται με το κλισιο- (< κλίσις) + -meter (πρβλ. μέτρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαθύμετρο — το 1. όργανο ακρίβειας για τη μέτρηση του βάθους, διαφοράς στάθμης, διαφόρων μηχανικών κοιλοτήτων (οπών, εγκοπών κ.λπ.) 2. (ή «κλισιόμετρο ορίζοντος») οπτικό όργανο που χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς και με τον οποίο προσδιορίζεται η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”